πινελάρισμα

πινελάρισμα
το, Ν
1. βάψιμο με πινέλο
2. η πόντιση άγκυρας πλοίου, στην οποία είναι δεμένο το πινέλι, άλλη μικρότερη άγκυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πινελάρω κατά τα ουδ. σε -ισμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”